- Δημητρειος
- Δημήτρειος21) относящийся к Деметре, деметрин
(ἄρτος Plut.)
2) усопший(τοὺς νεκροὺς Ἀθηναῖοι Δημητρείους ὠνόμαζον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄρτος Plut.)
(τοὺς νεκροὺς Ἀθηναῖοι Δημητρείους ὠνόμαζον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημήτρειος — δημήτρειος, ο (Α) [Δημήτηρ] αυτός που ανήκει στη Δήμητρα ή στη γη («τοὺς νεκροὺς Ἀθηναῑοι Δημητρείους ὠνόμαζον τὸ παλαιόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek